τηθαλλαδοῦς

τηθαλλαδοῦς
τηθαλλᾰδοῦς, , ([etym.] τήθη)
A nursed by a grandmother, spoilt child, mollycoddle, ὀκνεῖς λαλεῖν; οὕτω σφόδρ' εἶ τ.; Com.Adesp.17, cf. Poll.3.20, Phryn.PSp.113 B., Hdn.Gr.2.928, Suid.:—but this interpr. constantly alternates with μαμμόθρεπτος, as if from τίτθη, not τήθη.--Other forms occur, viz. [full] τηθαλλωδοῦς (-αμμω- cod.) in Hsch., cf. EM756.31; [full] τηθελᾶς Sch.Ar.Ach.49; [full] τηθελαδοῦς Phryn.267; [full] τηθαλώδης Zonar.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν …   Dictionary of Greek

  • τηθαλλωδούς — ὁ, Α βλ. τηθαλλαδοῡς …   Dictionary of Greek

  • τηθαλώδης — ὁ, Α (κατά τον Ζων.) «τηθαλώδης, γυναικοκρατής, γυναικοτραφής». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη λ. τηθή «γιαγιά» με υγρό ένθημα λ και κατάλ. ώδης (πρβλ. τηθαλλαδοῦς)] …   Dictionary of Greek

  • τηθελάς — ὁ, Α ο τηθελλαδοῡς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. τηθή «γιαγιά» με υγρό ένθημα λ και κατάλ. ᾶς (πρβλ. τηθαλλαδοῦς, τηθαλώδης)] …   Dictionary of Greek

  • τηθελαδούς — ὁ, Α βλ. τηθαλλαδοῡς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”